- μπακαλόπαιδο
- μπακαλόπουλο τό мальчик в продуктовой лавке (о подростке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπακαλόπαιδο — το 1. νεαρός υπάλληλος μπακάλικου, αλλ. μπακαλόγατος 2. γιος τού μπακάλη … Dictionary of Greek
μπακαλόγατος — ο 1. καλοθρεμμένος γάτος μπακάλη ή μπακάλικου 2. (ειρωνικά) νεαρός υπάλληλος μπακάλικου, το μπακαλόπαιδο … Dictionary of Greek
μπακαλόπουλο — το μπακαλόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + υποκορ. κατάλ. πουλο] … Dictionary of Greek